Η νέα συλλογικότητα που δημιουργήθηκε μέσα από τις διεργασίες του απολογισμού της ασεα φιλοξενείται εδώ.
Το 2011 σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της Λαϊκής Συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος δημιουργήθηκε η Ανοιχτή Λαϊκή Συνέλευση Ελληνικού Αργυρούπολης (ΑΛΣΕΑ). Μετά από τρία χρόνια αυτοοργανωμένης δράσης αποφασίσαμε να διακόψουμε τη λειτουργία της συνέλευσης ως συνέλευσης κατοίκων. Αποφασίσαμε να παρεμβαίνουμε συλλογικά από εδώ και στο εξής, ως πολιτική συλλογικότητα με ταξικό περιεχόμενο.
Το 2011 σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της Λαϊκής Συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος δημιουργήθηκε η Ανοιχτή Λαϊκή Συνέλευση Ελληνικού Αργυρούπολης (ΑΛΣΕΑ). Μετά από τρία χρόνια αυτοοργανωμένης δράσης αποφασίσαμε να διακόψουμε τη λειτουργία της συνέλευσης ως συνέλευσης κατοίκων. Αποφασίσαμε να παρεμβαίνουμε συλλογικά από εδώ και στο εξής, ως πολιτική συλλογικότητα με ταξικό περιεχόμενο.
Συνεχίζουμε,
όντας μέρος του ταξικού-αντικρατικού-αντικαπιταλιστικού κινήματος, αφήνοντας
πίσω μας την κίβδηλη ταυτότητα του «κατοίκου» και γνωρίζοντας πια τα όρια των
συμμαχιών με τα μικροαστικά στρώματα.
Αναγνωρίζουμε ότι μέσα από την πολιτική ζύμωση σε αυτή τη συνέλευση αλλάξαμε σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σημερινή κοινωνία και τα μέσα αγώνα για την αλλαγή της. Αρνούμαστε πλέον να παρουσιαζόμαστε ως δήθεν αυθεντική λαϊκή κινητοποίηση γειτονιάς (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό) και να προβάλλουμε έναν αμφιλεγόμενο κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν υποβαθμίζουμε ούτε αποκρύπτουμε τον πολιτικό, αν και ανομοιογενή, χαρακτήρα της συλλογικότητάς μας και με αυτό τον χαρακτήρα παρεμβαίνουμε στη γειτονιά (και όχι μόνο). Θα είμαστε πια παρόντες και παρούσες στο ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα συγκροτώντας μια ταξική προλεταριακή συλλογικότητα.
Αναγνωρίζουμε ότι μέσα από την πολιτική ζύμωση σε αυτή τη συνέλευση αλλάξαμε σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σημερινή κοινωνία και τα μέσα αγώνα για την αλλαγή της. Αρνούμαστε πλέον να παρουσιαζόμαστε ως δήθεν αυθεντική λαϊκή κινητοποίηση γειτονιάς (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό) και να προβάλλουμε έναν αμφιλεγόμενο κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν υποβαθμίζουμε ούτε αποκρύπτουμε τον πολιτικό, αν και ανομοιογενή, χαρακτήρα της συλλογικότητάς μας και με αυτό τον χαρακτήρα παρεμβαίνουμε στη γειτονιά (και όχι μόνο). Θα είμαστε πια παρόντες και παρούσες στο ταξικό ανταγωνιστικό κίνημα συγκροτώντας μια ταξική προλεταριακή συλλογικότητα.
Η νέα συλλογικότητα που δημιουργήθηκε μέσα από τις διεργασίες του απολογισμού της ασεα φιλοξενείται εδώ.
Ακολουθεί το πλήρες απολογιστικό κείμενο της ανοιχτής συνέλευσης Ελληνικού Αργυρούπολης που γράφτηκε στη διάρκεια Μαρτίου-Μαϊου 2014.
Το ιστορικό της δράσης της Ανοιχτής Λαϊκής Συνέλευσης Ελληνικού Αργυρούπολης
Το καλοκαίρι του 2011
με αφετηρία το Σύνταγμα και με κύρια αφορμή την εναντίωση στο μεσοπρόθεσμο και
το μνημόνιο ξεσηκώθηκε κόσμος στις γειτονιές της χώρας δημιουργώντας ένα
«κίνημα πλατειών». Το κίνημα φάνηκε να
έχει ως κέντρο το Σύνταγμα, απλώθηκε όμως ακτινωτά σε πολλές περιοχές. Στην
περιοχή μας δημιουργήθηκε η ΑΛΣΕΑ. Μία από τις πρώτες δράσεις της ΑΛΣΕΑ ήταν η
συμμετοχή στην περικύκλωση της Βουλής την ημέρα ψήφισης του μεσοπρόθεσμου στις 29 Ιούνη 2011.
Η ΑΛΣΕΑ συσπείρωσε
άτομα από πολλούς πολιτικούς χώρους και πολλών πολιτικών καταβολών. Πολλοί
νεολαίοι της περιοχής, κάποιοι από τους οποίους είχαν ζήσει την εξέγερση του
'08, ανταποκρίθηκαν άμεσα στο κίνημα των πλατειών, συμμετέχοντας για πρώτη φορά
στη ζωή τους σε συλλογικές πολιτικές διαδικασίες στην πλατεία Βάρναλη. Μια
μερίδα της τοπικής κοινωνίας, μη πολιτικά ενεργή στο παρελθόν, έκανε την
εμφάνισή της τον Σεπτέμβρη του 2011
με την εφαρμογή του «χαρατσιού». Αν
και ηλικιακά ώριμοι, οι «γείτονες» που έρχονταν για κάποιο διάστημα στις
συνελεύσεις της ΑΛΣΕΑ είτε δεν είχαν ιδιαίτερη εμπειρία πολιτικού αγώνα είτε
τον αντιλαμβάνονταν ως διαμεσολαβημένη πράξη. Προτιμούσαν μάλλον έναν αγώνα
στις δικαστικές αίθουσες παρά στους δρόμους. Χαρακτηριστικά, κάτοικοι έρχονταν
με το λογαριασμό της ΔΕΗ στο χέρι και αν δεν λυνόταν το προσωπικό τους
πρόβλημα, έφευγαν. Το διαταξικό αυτό υποκείμενο αποχώρησε απογοητευμένο,
περιμένοντας γρήγορα και απτά αποτελέσματα. Παρέμεινε, όμως, ένας πυρήνας που
θα συμμετείχε και σε άλλους αγώνες, ώσπου να αποχωρήσει κι αυτός.
Η
ΑΛΣΕΑ, τον πρώτο χρόνο της δράσης της, διοργάνωσε τοπική πορεία για το θάνατο
μετανάστη στο αστυνομικό τμήμα Ελληνικού, συμμετείχε σε γενικές απεργίες και
συνέβαλε στη δημιουργία δικτύου για την αποτροπή διακοπών ηλεκτροδότησης. Οι
πρώτες κοινές δράσεις με άλλες συνελεύσεις γειτονιάς ήταν το μπλοκάρισμα
ακυρωτικών μηχανημάτων στο μετρό Αγίου Δημητρίου και παρέμβαση για το χαράτσι
στη ΔΕΗ Μπραχαμίου.
Στις αρχές του 2012 και μετά την
ουσιαστική αποχώρηση της "κοινωνίας",
η ΑΛΣΕΑ έχει πάψει πια να έχει λαϊκό
χαρακτήρα όσον αφορά την πολιτική της σύνθεση. Συνεχίζει, όμως, την πορεία
της κρατώντας στάση αναμονής και αισιοδοξίας, ελπίζοντας σε μια μελλοντική
μαζικοποίησή της, κάτι που διαψεύσθηκε. Εκείνη την περίοδο η ΑΛΣΕΑ έδινε αγώνες
- ενάντια στα ανταλλακτήρια χρυσού, με παρεμβάσεις σε συγκεκριμένα καταστήματα (πανό, κείμενα και τρικάκια έξω από την πόρτα τους, αυτοκόλλητα στη βιτρίνα τους )
- και πάλι ενάντια στο Χαράτσι, εξαιτίας της ανακίνησης του ζητήματος μετά την απόφαση των δικαστηρίων για την αντισυνταγματικότητα του μέτρου, με παρεμβάσεις στα γραφεία της ΔΕΗ Γλυφάδας και Μπραχαμίου, όπου αποτρέψαμε τη διακοπή ρεύματος σε σπίτια προλετάριων συντρόφων
- ενάντια στην πληρωμή εισιτηρίου στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς με μπλοκάρισμα ακυρωτικών μηχανημάτων, μοίρασμα κειμένων και κόλλημα αυτοκόλλητων για προπαγάνδα και σαμποτάζ στις σχισμές των ακυρωτικών μηχανημάτων
- ενάντια στο φασιστικό φαινόμενο με την έκδοση μπροσούρας, με συνθήματα σε τοίχους, με συμμετοχή στις τοπικές πορείες και άλλες μορφές πάλης
- ενάντια στο ξεπούλημα του χώρου του πρώην αεροδρομίου, με συγγραφή μπροσούρας και μοίρασμα κειμένων.
Το
2013 το κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και παράλληλα οι περισσότερες
λαϊκές συνελεύσεις ή έχουν σβήσει ή
έχουν αλλάξει πια χαρακτήρα. Η ΑΛΣΕΑ αλλάζει το όνομά της αφαιρώντας το
"λαϊκή". Αναγνωρίζει από τη μια ότι δεν έχει λαϊκή απεύθυνση, ενώ από
την άλλη έχει γίνει συνείδηση στη συνέλευση πως δεν έχει νόημα πια να
απευθύνεται στο λαό, ως κοινότητα με ενιαία συμφέροντα. Συνεχίζει σταθερά τον
αγώνα ενάντια στην πληρωμή εισιτηρίων στα ΜΜΜ και συμμετέχει σε αγώνες
- ενάντια στην πειθαρχική δίωξη του Πέτρου Καπετανόπουλου, ο οποίος συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, όταν διαμαρτυρήθηκε για τη βίαιη και αναίτια σύλληψη ενός μετανάστη κάτω από το σπίτι του
- ενάντια στην απόλυση των εργαζομένων της ACS και στην απαράδεκτη μεθόδευση των αφεντικών της, για να μην πληρώσουν τις νόμιμες αποζημιώσεις
- ενάντια στις διαθεσιμότητες-απολύσεις των καθηγητών των ΕΠΑΛ.
- ενάντια στο Νέο Λύκειο και τις συνεχείς εξετάσεις που θεσμοθετήθηκαν και για τις τρεις τάξεις του λυκείου
- ενάντια στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας για ανέργους και στα "επιδόματα εργασίας" που τους δίνονται (όποτε τους δίνονται...). Σε συντονισμό με συλλογικότητες ανέργων και άλλες συνελεύσεις γειτονιάς συμμετέχει σε μαχητική παρέμβαση στα κεντρικά γραφεία του ΟΑΕΔ στον Άλιμο. Γίνονται πολλά μοιράσματα στον τοπικό ΟΑΕΔ και φτιάχνεται κόμικ που μοιράζεται σε όλη την Αθήνα.
Από
το Νοέμβριο του 2011 και για 3-4 μήνες στη συνέχεια, οι συνελεύσεις και οι
επιτροπές γειτονιάς στα Νότια συμπορεύθηκαν στα ζητήματα άρνησης πληρωμών και
δημιούργησαν μια βραχύβια κοινότητα
αγώνα. Συγκεκριμένα, η Ανοιχτή Συνέλευση Κατοίκων Μπραχαμίου, η Πρωτοβουλία
Πολιτών Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης ενάντια στα χαράτσια, η Επιτροπή Κατοίκων
Γλυφάδας ενάντια στο μνημόνιο και στις αντιλαϊκές πολιτικές, η Ανοιχτή
Συνέλευση Κατοίκων Ηλιούπολης και η Α(λ)ΣΕΑ συναντήθηκαν σε μια γενική συνέλευση αποφασιστικού χαρακτήρα, η οποία όμως δεν επαναλήφθηκε ποτέ στη συνέχεια. Στη
συνάντηση αυτή διαπιστώθηκε πως είχαμε
κοινό πεδίο αγώνα, χωρίς να έχουμε την ίδια πολιτική οπτική* : Από τη μια
την αντίσταση σε μια ακόμα από τις επιθέσεις του κράτους στον άμεσο μισθό με τη
μορφή της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας και της εκβιαστικής είσπραξης του
φόρου μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ (το γνωστό «χαράτσι»). Και από την άλλη την
αντίσταση σε μια από τις επιθέσεις στον έμμεσο μισθό: στην κατά 40% αύξηση του
ενιαίου εισιτηρίου στα ΜΜΜ από το Φλεβάρη του 11, που το ανέβασε στο 1,40, ενώ
μόλις δύο χρόνια νωρίτερα είχε αυξηθεί από το 0,80 στο 1 ευρώ. (*Την
οπτική του άμεσου και έμμεσου μισθού οι υπόλοιπες συνελεύσεις δεν την είχαν, αλλά και η Α(λ)ΣΕΑ την ανέπτυξε
στη συνέχεια. Εξακολουθεί παρόλα αυτά να αποτελεί γεγονός πως η οπτική δεν
έγινε αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των συνελεύσεων.)
Από
εκεί και έπειτα οργανώθηκε μια σειρά παρεμβάσεων στα τοπικά υποκαταστήματα της
ΔΕΗ, αλλά και στα γραφεία της στη λεωφόρο Αμφιθέας απ’ όπου έφευγαν οι εντολές
για τους εργολάβους που έκοβαν τα ρεύματα στις γειτονιές. Οι παρεμβάσεις
αποφασίζονταν από κοινού ή σε περίπτωση που μια συνέλευση αποφάσιζε μια δράση
οι υπόλοιπες τη στήριζαν ανάλογα με τις δυνάμεις που είχαν διαθέσιμες. Ανάλογη
ήταν και η ανταπόκριση και στις παρεμβάσεις για την άρνηση πληρωμής εισιτηρίου
στα ΜΜΜ που γίνονταν στο μετρό Αγ. Δημητρίου.
Αναφερόμενοι
σε αυτό το διάστημα συντονισμού των γειτονικών συνελεύσεων εκτιμούμε πως η δικτύωση που δημιουργήσαμε παρά τις αδυναμίες της ήταν σχετικά αποτελεσματική, για μια σειρά από λόγους:
α)
έστω και αν συναντηθήκαμε μόνο μία φορά, η κοινή μας δράση δεν στηρίχτηκε σε
εκπροσώπους/ αντιπροσώπους, αλλά στη γενική συνέλευση. Η άμεση επικοινωνία μας δημιούργησε σχέσεις αλληλοϋποστήριξης, αν
και είχαμε πολιτική ανομοιογένεια και διαφωνίες. Παρόλα αυτά ήταν οργανωτική
αδυναμία μας το ότι δεν προηγούνταν κοινή συνέλευση πριν από την εκάστοτε
παρέμβασή μας, ώστε να συνδιαμορφώνουμε τα χαρακτηριστικά της. Αυτό
δημιουργούσε προβλήματα στην πράξη, αφού οι ενέργειες της μίας συνέλευσης
δυνητικά ήταν «ενοχλητικές» για κάποια ή κάποιες άλλες. Δεν συζητούσαμε από
πριν ούτε τη μορφή –παρά σε πολύ γενικές γραμμές– και πολύ περισσότερο δεν αναπτύξαμε σε καμιά περίπτωση διάλογο
και προβληματισμούς γύρω από το περιεχόμενο των παρεμβάσεών μας. Αυτό έδινε έναν ακτιβίστικο χαρακτήρα
στις δράσεις του συντονισμού και κάποτε άφηνε να αιωρείται η αίσθηση πως
κάποιοι βρίσκονταν εργαλειακά και μόνο παρόντες -ούσες.
β)
συσπειρωθήκαμε για ένα διάστημα πέρα από
τους διαχωρισμούς και παρά τις διαφορετικές πολιτικές θεωρήσεις,
αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα άμεσης και από τα κάτω (όσο και αν η αντίληψη του
«από τα κάτω» διέφερε από συνέλευση σε συνέλευση) δράσης σε αυτά τα επιμέρους,
αλλά σημαντικά πεδία σύγκρουσης. Ενωθήκαμε, επομένως, σε μια κοινότητα αγώνα με
την έννοια ότι καθώς αντιμετωπίζαμε τα ίδια προβλήματα επιζητήσαμε να
συνδεθούμε, προκειμένου να δώσουμε τη μάχη με καλύτερους όρους.
Από
την άλλη πλευρά, ένα συμπέρασμα στο
οποίο καταλήξαμε μέσα από όσα ζήσαμε τότε
καθώς ερχόμαστε σε επαφή με συνελεύσεις των γύρω περιοχών (αλλά και με
πολλές άλλες συνελεύσεις «γειτονιάς» που συναντήσαμε στην πορεία) και που σήμερα
μας είναι πολύ περισσότερο σαφές είναι πως: αν και εμφανίζονταν ως αυθεντικοί σχηματισμοί κατοίκων και κοινωνικά
μορφώματα, –κάτι που λειτούργησε ως
αυταπάτη για ένα διάστημα και για τη δική μας συνέλευση– στην πραγματικότητα
συγκροτήθηκαν και πολύ περισσότερο
διατηρήθηκαν στη βάση κοινών ιδεολογικών θέσεων με συγκεκριμένες πολιτικές
προτιμήσεις. Συνελεύσεις στον πόλο των 3 ΔΕΝ από τη μια μεριά, και οι
λεγόμενες «μαυροκόκκινες» στον άλλο πόλο. Σε πολλές περιοχές μάλιστα όσοι
κάτοικοι δραστηριοποιήθηκαν σε συνελεύσεις «γειτονιάς», βρέθηκαν να
συσπειρώνονται γύρω από έναν συμπαγή πυρήνα πολιτικοποιημένων, οι οποίοι, ως
ομάδωση, ήδη προϋπήρχαν των
συνελεύσεων γειτονιάς.
Λίγο
ως πολύ κάποια από τα συντονιστικά και τις παρεμβάσεις που συμμετείχαμε τα
επόμενα χρόνια π.χ
α)τον
Δεκέμβρη του 2012 μαζί με συλλογικότητες από τα δυτικά, τη συνέλευση
Περιστερίου και τη συνέλευση Πετραλώνων-Θησείου-Κουκακίου σε παρέμβαση στο
νοσοκομείο Αγ. Ανάργυροι ύστερα από πρωτοβουλία του «Κοινωνικού Χώρου για την
Υγεία» με αιτία ρατσιστικό επεισόδιο,
β)τον
Ιούνη του 2013 μαζί με συνελεύσεις από τα ανατολικά αλλά και από το κέντρο της
Αθήνας (π.χ. Κυψέλης-Πατησίων), όταν «επισκεφθήκαμε» το τεχνικό τμήμα της ΔΕΗ
(ΔΕΔΔΗΕ, Μυλέρου και Αγησιλάου), ως απάντηση στις συνεχιζόμενες διακοπές
ρεύματος από εργολάβους αλλά και τη ΔΕΗ,
κινήθηκαν
στο ίδιο περίπου πλαίσιο, με τα χαρακτηριστικά που περιγράφτηκαν παραπάνω, με
μόνη διαφορά την καλύτερη οργάνωση. Σαν Α(λ) ΣΕΑ επιζητούσαμε σταθερά να συμμετέχουμε σε δράσεις βάσει των αναγκών μας, των προβληματισμών και των ανησυχιών μας που πιστεύαμε πως μοιραζόμαστε με άλλες
συνελεύσεις-συλλογικότητες ή βάσει των
πραγματικών σχέσεων που είχαμε δημιουργήσει στη διάρκεια του αγώνα , χωρίς αυτό να συνεπάγεται οπωσδήποτε (ή να στηρίζεται σε)
ιδεολογική ή πολιτική ομοιογένεια.
Στα
χρόνια από το 2012 και μετά μέχρι και την αυτοδιάλυσή της οι αλλεπάλληλες
κρούσεις της Α(λ)ΣΕΑ στις συνελεύσεις κατοίκων της Ηλιούπολης και του Aγ.
Δημητρίου καθώς και στον κοινωνικό χώρο Υπόστεγο αλλά και στην Επιτροπή Κατοίκων Γλυφάδας για
συμμετοχή σε κοινές δράσεις, σχετικά με το ρεύμα-χαράτσι και τα εισιτήρια στα ΜΜΜ, έμειναν χωρίς
ανταπόκριση. Μόνο μεμονωμένα κάποια μέλη των συνελεύσεων αυτών συμμετείχαν σε
διάσπαρτες δράσεις. Η στάση αυτή αποδίδεται εν μέρει στο ότι ο αγώνας αυτός
φαινόταν να έχει γνωρίσει τα όρια του. Κυρίως όμως θεωρούμε πως όσο στην
Α(λ)ΣΕΑ υποχωρούσε το κοινωνικό προφίλ, και όσο, σταδιακά, αφήναμε πίσω μας συνειδητά
την ιδιότητα του κατοίκου και προβάλλαμε ολοένα και πιο έντονα τα ταξικά χαρακτηριστικά της συνέλευσής
μας, τόσο οι περιχαρακώσεις, οι
αποκλεισμοί και ο διαχωρισμός βάθαιναν από την πλευρά των «λαϊκών»
συνελεύσεων.
Στην
κατεύθυνση πιο «ανοιχτών» διαδικασιών κινήθηκε ένας άλλος συντονισμός
συνελεύσεων και συλλογικοτήτων στον οποίο συμμετείχαμε και που καλέστηκε με
πρωτοβουλία της συλλογικότητας «Άνεργοι-ες από τις γειτονιές της Αθήνας» στο
Πολυτεχνείο το Δεκέμβριο του 2012, για την άρνηση πληρωμής εισιτηρίου στα ΜΜΜ.
Ο συντονισμός ήταν αποφασιστικού χαρακτήρα και απέφερε μερικές σημαντικές
παρεμβάσεις σε σταθμούς μετρό. Ήταν ένας συντονισμός ανοιχτός σε ατομικότητες
αλλά και σε διάφορα φοιτητικά σχήματα που ασχολούνταν με την προλεταριακή
άρνηση πληρωμών και –το κυριότερο– σε σχήματα εργαζομένων στα μέσα
συγκοινωνίας. Επίσης, το χειμώνα του 2013 βρεθήκαμε σε δράσεις στα λεωφορεία με
την «Ανοιχτή
συνέλευση φοιτητών – εργαζομένων σε ΑΕΙ-ΤΕΙ ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» και το χειμώνα του 2014 με τη Βίλλα Ζωγράφου και
άλλες συνελεύσεις από τα ανατολικά πάλι σε λεωφορεία με μπλοκάρισμα ακυρωτικών
μηχανημάτων και ταυτόχρονο μοίρασμα ενημερωτικού υλικού.
Σημαντικό σημείο σε αυτούς τους συντονισμούς είναι πως είχαμε με αυτές τις
συνελεύσεις / συλλογικότητες μια
πολιτική οπτική γύρω από την άρνηση πληρωμών που σύγκλινε πότε σε μικρό και
πότε σε μεγάλο βαθμό.
Σε
όλες αυτές τις δράσεις, είτε στα ΜΜΜ είτε στη ΔΕΗ, πάντα είχαμε την αλληλεγγύη
και την ενεργή συμμετοχή συντρόφων από την αναρχική συλλογικότητα Ναμούς. Η
Ναμούς ανέπτυσσε ένα σκεπτικισμό από τη μια, για το είδος και την ποιότητα της
σχέσης μιας ανοιχτής λαϊκής συνέλευσης με μια πολιτική συλλογικότητα και από
την άλλη στεκόταν διστακτική απέναντι σε κοινωνικούς – ταξικούς αγώνες. Κάποιοι
σύντροφοι όμως αναγνώριζαν την αναγκαιότητα αγώνων σε αυτό το πεδίο και
πρωτοβουλιακά τους στήριζαν.
Aντίθετη με την επιφυλακτική στάση της Ναμούς
σε σχέση με τη συνδιαμόρφωση δράσεων ήταν η στάση της συλλογικότητας
«Προλετάριοι Αρνητές του Χρέους» με την οποία η Α(λ)ΣΕΑ αρχίζει από το τέλος
του 2012 να κάνει από κοινού δράσεις (και με τη συμμετοχή άλλων συνελεύσεων
γειτονιάς-Ναμούς-Άνεργες-οι») στη ΔΕΗ Γλυφάδας και Μπραχαμίου, καθώς και
μικροφωνική στους σταθμούς του μετρό Δάφνης, Συντάγματος και Αττικής για την
άρνηση πληρωμών στις συγκοινωνίες. Οι ΠΑΧ, που έχουν προκύψει από το «κίνημα
των πλατειών» και συγκεκριμένα από την ομάδα Εργαζομένων-Ανέργων της πλατείας
Συντάγματος, είναι μια πολιτική συλλογικότητα με περιεχόμενο την προώθηση της
προλεταριακής άρνησης πληρωμών. Η μεταξύ μας συνεργασία δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα
ιδεολογικής ταύτισης. Αντίθετα, με τους ΠΑΧ είχαμε κοινές ανάγκες και
συναντηθήκαμε στη βάση κοινών προβληματισμών και κοινών αγώνων
τους οποίους βλέπαμε από μια παραπλήσια οπτική γωνία και με τα χαρακτηριστικά
της άμεσης πρακτικής και αδιαμεσολάβητης δράσης.
Έτσι
η Α(λ)ΣΕΑ θα συμπορευτεί μαζί τους στο ζήτημα της άρνησης πληρωμών σχεδόν μέχρι
την αυτοδιάλυσή της, θα συνδιαμορφώσει κείμενα και δράσεις και θα τυπώσει αφίσα
με αυτό το θέμα σε μια εποχή που η αποτυχία του συντονισμού του Παντείου ήταν
ακόμα νωπή.
Το συντονιστικό του Παντείου
Το Γενάρη του 2012 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
καλείται με πρωτοβουλία της λαϊκής συνέλευσης Πετραλώνων Κουκακίου Θησείου
συνάντηση των συνελεύσεων γειτονιάς από την Αθήνα και τον Πειραιά. Σαράντα
περίπου συνελεύσεις και περίπου 450-600 άτομα μαζεύονται με ζωηρό ενδιαφέρον
στο Πάντειο. Στην πρώτη συνάντηση οι συνελεύσεις αυτοπαρουσιάζονται και
ακολουθούν προτάσεις και σκέψεις για τις δυνατότητες που ανοίγει αυτή η
δυναμική. Καμιά πρόταση δεν συζητιέται
άμεσα ούτε αποφασίζεται η πρακτική εφαρμογή κάποιας δράσης, αφού κατά την
επικρατήσασα, σύμφωνα με τις τοποθετήσεις, αντίληψη , τα συντονιστικά
λειτουργούν με εκπροσώπους και οι αποφάσεις έπρεπε να παρθούν από τις ίδιες τις
συνελεύσεις, στις οποίες θα μεταφέρονταν οι δεκάδες αλληλεπικαλυπτόμενες ή
αντιφατικές μεταξύ τους προτάσεις.
Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στα πρακτικά
της συνάντησης: «Η μόνη απόφαση που πήρε η Συνέλευση των Συνελεύσεων ήταν, η
σύγκληση της 2ης Συνέλευσης
των Συνελεύσεων στις 11.02.2012 στο Πάντειο στις 4μμ, όπου θα
αναζητηθούν και θα διερευνηθούν κοινές δράσεις στις οποίες μπορούν να
συμπράξουν οι Συνελεύσεις». (http://laikisyneleysihalandri.wordpress.com/2012/01/26/%CF%80%CF%81%CE%
B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%85/)
Ήδη,
αυτό που είχε διαφανεί σα μια δυνατότητα συνάντησης των διάσπαρτων τοπικών
(στις γειτονιές) αγώνων υπέκυπτε στον γραφειοκρατικό
ευνουχισμό και τον φορμαλισμό. Βασική αιτία της αδράνειας του συντονισμού
του Παντείου θα πρέπει να θεωρηθεί κατά βάση ο πολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις συνελεύσεις που βρίσκονταν
κοντύτερα στις πρακτικές του αντιεξουσιαστικού χώρου και σε αυτές που
πρόσκεινταν στην αριστερά, ο οποίος έγινε ευθύς εξαρχής αντιληπτός.
Συγκεκριμένα, η φοβία που επικρατούσε για απώλεια του ελέγχου και καπέλωμα από
μη αντιεξουσιαστικές –κυρίως αριστερές- τάσεις οδήγησε και στην παραπάνω μία και μοναδική απόφαση.
Πέρα
από την όποια κριτική θα μπορούσε κανείς να ασκήσει για μια σειρά από ζητήματα,
στην Α(λ)ΣΕΑ εκείνο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την απομάκρυνσή της από
το συντονιστικό του Παντείου ήταν το ζήτημα της άτυπης γραφειοκρατίας, ένα θέμα
που τελικά διαπιστώσαμε στην πορεία ότι συνοδεύει τη λειτουργία των
περισσοτέρων συντονισμών. Εν ολίγοις, τα μέλη της Α(λ)ΣΕΑ έδειξαν ελάχιστο
ενδιαφέρον για τη συμμετοχή σε ένα συντονιστικό που επέλεγε να μην έχει αποφασιστικό
χαρακτήρα και λειτουργούσε και ανασταλτικά
στη διαμόρφωση κοινών δράσεων. Εμείς πιστεύαμε πως το συντονιστικό του Παντείου
είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει με καλύτερους όρους αυτό που είχε ξεκινήσει
στην πλατεία Συντάγματος, αφότου το Σύνταγμα είχε κατασταλεί: να δώσει οργανωτική διέξοδο στη διάθεση αγώνα που
υπήρχε, να δημιουργήσει εκείνο το χώρο στον οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε σε κοινές διαδικασίες αγώνα, πέρα από τα όρια που έμπαιναν στις
μέχρι τότε απεργίες. Συγκεκριμένα το Πάντειο μπορούσε να αντιπαραθέσει, όπως
είχε κάνει πριν το Σύνταγμα, μια
λογική κατάργησης των διαιρέσεων σε
κλάδους και συντεχνίες. Θα μπορούσε να προτάξει τον αγώνα συνολικά των εκμεταλλευόμενων ενάντια στην υποτίμησή τους, αφενός αντίθετα στη λογική των σωματείων, συνδικάτων και ομοσπονδιών των
εργαζομένων, που οδηγούσαν τις εξελίξεις μέχρι εκείνη τη στιγμή και αφετέρου,
κυρίως, ενάντια στη λογική της
ένωσής τους στη βάση της εθνικής
ενότητας. Αυτή η δεύτερη δυσάρεστη εκδοχή ήδη ήταν ένα ορατό σενάριο μετά
το εθνικιστικό ντελίριο των «Ελλήνων» της «πάνω πλατείας» του Συντάγματος το
καλοκαίρι του ΄11.
Ιδιαίτερα
αποκαρδιωτική ήταν η έλλειψη αντανακλαστικών του συντονισμού των συνελεύσεων
γειτονιάς, στη 2η συνάντησή μας στο Πάντειο στις 11 Φλεβάρη, τις
παραμονές της 12ης Φλεβάρη 2012, εκείνο το κρίσιμο 48ωρο αντίστασης,
όταν όλη η κοινωνία έβραζε με την επώδυνη ψήφιση του 2ου Μνημονίου,
μόλις μισό χρόνο μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου στις 29 Ιούνη του ΄11. Παρά
τη μαζικότητα και τη δυναμική της συνάντησης εκείνης, σε μια τόσο αποφασιστική
στιγμή, το μόνο που κατάφερε να αποφασίσει εκείνος ο συντονισμός ήταν η
παρουσία σε ενιαίο μπλοκ όλων των συνελεύσεων γειτονιάς την επόμενη μέρα στη
διαδήλωση της 12ης Φλεβάρη, παρουσία που ούτως ή άλλως θα υπήρχε
είτε αποφασιζόταν στο Πάντειο είτε όχι. Το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει εκ
των υστέρων για αυτήν την απόφαση, μετά δηλαδή τη γενικευμένη εξεγερσιακή
πρακτική της επόμενης μέρας, είναι πως η τάση για ιδεολογική-πολιτική
περιχαράκωση υπερίσχυσε, ενώ όσοι επεσήμαναν τις άμεσες προοπτικές αγώνα που
ανοίγονταν αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Να σημειώσουμε για την ιστορία πως την
επόμενη μέρα η εξεγερσιακή διάθεση των συγκεντρωμένων οδήγησε σε τέτοιας
έκτασης συγκρούσεις που τα μπλοκ δεν μπόρεσαν να μείνουν συγκροτημένα για πολλή
ώρα στο δρόμο.
Συντονιστικών συνέχεια...
Η
εμπειρία από τη συμμετοχή στο συντονιστικό του Παντείου και τα συμπεράσματα που
αποκομίσαμε επιβεβαιώθηκαν και από την τελευταία φορά που συμμετείχαμε σε
συντονιστικό συνελεύσεων «γειτονιάς». Το φθινόπωρο του 2013 και μετά τη
δολοφονία του νεαρού Θ. Καναούτη από ελεγκτή στο Περιστέρι, μερικές συνελεύσεις
«γειτονιάς» με κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά που συναντιούνται στο Πολυτεχνείο
καλούν στην πραγματοποίηση συντονισμένων παρεμβάσεων στα ΜΜΜ. Στην ανταπόκρισή
μας στο κάλεσμα αυτό αντιμετωπίσαμε εκ νέου
τον εκφυλισμό των διαδικασιών, την περιχαράκωση, διαχωρισμούς και
αποκλεισμούς βασισμένους σε αμφίβολα
κριτήρια, όπως ακριβώς τα είχαμε αφήσει πίσω μας το Φλεβάρη του 2012…
Συγκεκριμένα βρεθήκαμε μπροστά σε έναν συντονισμό που, ενώ λειτουργούσε ουσιαστικά σαν
πολιτική ομάδα, πρόβαλλε την ιδεολογία του «κατοίκου» και έναν υποτιθέμενο κοινωνικό χαρακτήρα. Αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα να καλύπτεται πίσω
από αυτόν και να συνδιαμορφώνει δράσεις επιλεκτικά
με συνελεύσεις, προσανατολισμένες σε συγκεκριμένες πολιτικές προτιμήσεις.
Αντιμετωπίσαμε το παράδοξο και υποκριτικό κάθε συνέλευση γειτονιάς να
συνδιαμορφώνει σε τοπικό επίπεδο με πολιτικές ομάδες κατά το δοκούν, ενώ όταν
οι εκπρόσωποί τους τοποθετούνταν στο Συντονισμό καλύπτονταν πίσω από τον
«κοινωνικό» χαρακτήρα των συνελεύσεων γειτονιάς και αρνούνταν τη συνδιαμόρφωση
με κάθε άλλη συλλογικότητα, παρότι οι συλλογικότητες αυτές καλούνταν να
συμμετέχουν στις δράσεις. Όπως χαρακτηριστικά μας ειπώθηκε, η συμμετοχή στο
συντονισμό ισοδυναμούσε από τη μεριά του με ενσωμάτωση σε αυτόν, ενώ βέβαια για
μας η ενσωμάτωση προϋποθέτει μια κυρίαρχη δομή κι αυτό δε συνάδει με την
οριζοντιότητα.
Ο τελευταίος συντονισμός που λάβαμε μέρος το
Φλεβάρη του 2014 καλέστηκε με πρωτοβουλία της Συνέλευσης εργαζομένων/ανέργων
στα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας». Στο συντονισμό που είχε αποφασιστικό
χαρακτήρα κλήθηκαν και πήραν μέρος
συλλογικότητες, σωματεία και συνελεύσεις. Δεν επρόκειτο παρόλα αυτά για
ένα ανοιχτό κάλεσμα στο οποίο θα μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους και να
συνδιαμορφώσουν όλοι όσοι τελικά συμμετείχαν σε αυτή τη δράση. Πηγαίνοντας,
δηλαδή, στον ΟΑΕΔ κάποιοι από εμάς ξέραμε ακριβώς τι θα κάναμε γιατί το είχαμε
σχεδιάσει από κοινού εκ των προτέρων, ενώ κάποιοι άλλοι αναγκαστικά
ακολουθούσαν μόνο. Από την άλλη πλευρά, ενώ η συνδιοργάνωση ήταν ως ένα βαθμό ικανοποιητική και η
ανταπόκριση στο κάλεσμα αρκετά μαζική η
ίδια η διαδικασία της παρέμβασης
εξελίχθηκε σε συνδικαλιστική και ο πολιτικός-ταξικός χαρακτήρας της υποχώρησε,
κυρίως γιατί εξαντλήθηκε σε περιπτωσιολογίες και μια άγονη προσπάθεια
διαπραγμάτευσης με τη διοίκηση.
Η απομαζικοποίηση της συνέλευσης
Παρά
το ενθουσιώδες ξεκίνημά της, η Α(λ)ΣΕΑ απομαζικοποιήθηκε σχετικά γρήγορα. Η
Α(λ)ΣΕΑ ακολούθησε τέτοια πορεία που δεν
απεμπόλησε το ταξικό χάριν του λαϊκού, συνειδητοποιώντας έγκαιρα ότι η συμμαχία με τα μικροαστικά στοιχεία ήταν
καταδικασμένη. Οι μέχρι πρότινος μη πολιτικοποιημένοι αντιλαμβάνονταν τον
κοινωνικό αγώνα σα μια μάχη διαμέσου της νομικής οδού και σαν συνδιαλλαγή με
τους θεσμούς. Για αυτόν τον λόγο μεγάλο κομμάτι αυτού του υποκειμένου
αφομοιώθηκε από τις δομές του Δήμου, όπως η Επιτροπή Αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση
του Ελληνικού, το Κοινωνικό Μητροπολιτικό Ιατρείο Ελληνικού και η Eπιτροπή ενάντια στα Χαράτσια που σκοπό είχε
την οργάνωση της μαζικής προσφυγής των κατοίκων στα δικαστήρια, και πολλές
άλλες ακόμα. Τέτοιες δομές αναλάμβαναν από τα πάνω τη «βοήθεια» όσων κατοίκων
βρίσκονταν σε αδύναμη θέση, κυρίως των ανέργων και των ανασφάλιστων, και
εφαρμόζοντας ως φιλανθρωπία την
αλληλεγγύη της οποίας την εργολαβία είχαν
αναλάβει, υπονόμευαν την αυτοοργάνωση
και ενσωμάτωναν τη δυσαρέσκεια ή την οποιαδήποτε διάθεση για αγωνιστικές
διεκδικήσεις.
Για
όσους από τους μη πολιτικοποιημένους δεν αφομοιώθηκαν από αυτές τις δομές και
παρέμειναν στη συνέλευση οι πολύωρες
διαδικασίες που αποσκοπούσαν στην ομοφωνία και δεν κατέληγαν σε αποφάσεις
λειτούργησαν αποθαρρυντικά. Οι διαμάχες μεταξύ πολιτικών χώρων ήταν έντονες και
απογοήτευαν τους συμμετέχοντες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους πιο
πολιτικοποιημένους ως μια διαχωρισμένη ταυτότητα, που, κατά τη γνώμη τους,
είχαν κάνει τον ακτιβισμό «επάγγελμα» και σκέφτονταν και δρούσαν με
ιδεολογικά-δογματικά κριτήρια, κάτι που σε ένα βαθμό ανταποκρινόταν στην
πραγματικότητα.
Κατά
τη διάρκεια του 2012, το μεγαλύτερο κομμάτι των πολιτικοποιημένων σταδιακά
αποχώρησε από τη συνέλευση. Αυτό έγινε γιατί από τη μια οι περισσότεροι
αναρχικοί αφοσιώθηκαν στην πολιτική τους συλλογικότητα. Από την άλλη, οι
ενταγμένοι σε κόμματα της Αριστεράς στις εκλογές του Μαΐου 2012 επέλεξαν μετά
από τριβές που δημιουργήθηκαν στη συνέλευση να διαχωριστούν, ώστε να προωθήσουν
τα δικά τους προτάγματα.
Κριτική και αυτοκριτική
Από
την αρχή της δημιουργίας της συνέλευσης ήταν διακριτοί δύο τουλάχιστον πόλοι.
Από τη μία η –με την ευρεία έννοια– Αριστερά (μέλη κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς
και της Άκρας Αριστεράς) και από την άλλη ο Αντιεξουσιαστικός-Ελευθεριακός
χώρος.
Αν
και οι δύο αυτοί πόλοι υποτίθεται ότι αγωνίζονταν για μια αυτοοργανωμένη δομή,
αποδείχθηκε ότι εννοούσαν δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Οι αριστεροί στο βαθμό
που θεωρούν το κόμμα τους φορέα της Επανάστασης ή έστω της «φιλολαϊκής»
διαχείρισης της εξουσίας έρχονταν με συγκεκριμένη γραμμή και επιζητούσαν την
αποδοχή της μέσω μιας αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας. Αυτοοργάνωση γι’ αυτούς
είναι η επικύρωση αποφάσεων που έχουν ληφθεί σε κομματικά γραφεία, ή άλλα
πολιτικά κέντρα εξουσίας, έξω από την ανοιχτή συνέλευση, και καμιά φορά
ενάντια σ’ αυτή.
Τριβές
προκλήθηκαν και από τη διαφορετική
αντίληψη των αριστερών και των αντιεξουσιαστών για την ταξική πάλη. Οι
αριστεροί θεωρούν τα μικρομεσαία αφεντικά συμμάχους τους και τη μισθωτή σχέση
όχι ως κάτι απαραίτητα αρνητικό. Αντίθετα οι αντιεξουσιαστές ήταν ενάντια σε ό
λ α τα αφεντικά και το κεφάλαιο και όχι μόνο στο Μεγάλο Κεφάλαιο ή το Ιδιωτικό.
Μόνιμο
θέμα που προέκυπτε ήταν η εναντίωση στην Κυβέρνηση απ’ τη μία μεριά και στο
Κράτος από την άλλη. Οι αριστεροί λένε
«καλή είναι η ταξική πάλη, αλλά αν δεν υπάρχει αριστερή κυβέρνηση δεν γίνεται
τίποτα». Για τους αντιεξουσιαστές ο εχθρός είναι το Κράτος και όχι η εκάστοτε
κυβέρνηση.
Απόρροια
της αντίληψης που είχαν οι αριστεροί για την αυτοοργάνωση ήταν και η δημιουργία
του χώρου «Υπόστεγο». Πρωτοστάτησαν στη δημιουργία ενός κοινωνικο-πολιτικού
μορφώματος που εστιάζει στη λειτουργία ενός χώρου-πόλου έλξης για ένα ευρύ
φάσμα ανθρώπων από αριστερούς εναλλακτικούς μέχρι και ελευθεριακούς. Η
προσπάθεια αυτή ήταν πετυχημένη, συσπειρώθηκε όντως κόσμος, και επιτεύχθηκε
τελικά το Υπόστεγο να αντικατοπτρίζει τη στρατηγική της Αριστεράς περισσότερο
από ό,τι την εξέφραζε σε οποιαδήποτε ιστορική φάση της η Α(λ)ΣΕΑ.
Από
την άλλη πλευρά, ο αντιεξουσιαστικός
πόλος θεώρησε δεδομένο να μεταφυτεύσει αυτούσιες συλλογικές διαδικασίες με
τις οποίες λειτουργούσε μέσα στις συλλογικότητες, χωρίς να υπάρχει ένας
προβληματισμός για το πόσο προβληματικές θα μπορούσαν να είναι οι διαδικασίες
αυτές, όταν εφαρμόζονται σε μια ομαδοποίηση διαταξική. Συγκεκριμένα, αν και ο
τρόπος λήψης αποφάσεων συζητήθηκε από την αρχή αρκετές φορές χωρίς να
καταληχτεί ένας κοινά αποδεκτός τρόπος να φτάνει η Α(λ)ΣΕΑ σε αποφάσεις, παρόλα
αυτά επικράτησε άτυπα οι αποφάσεις να λαμβάνονται όχι μέσω ψηφοφορίας αλλά με
ομοφωνία. Ο σκοπός ήταν να αποφευχθεί η επιβολή της εξουσίας των
πλειοψηφούντων. Στην πορεία όμως αυτό που καταλάβαμε όσοι παραμείναμε στη
συνέλευση ήταν πως αρκετές φορές και την
επιβολή της πλειοψηφίας δεν αποτρέπαμε, αλλά –το κυριότερο– και τις μειοψηφίες
«θάβαμε» στην ανυπαρξία. Παρατηρείται απουσία καταγραφής του λόγου τους,
άτυπα, στη μνήμη μας, ή σε πρακτικά. Σύντροφοι που εξέφραζαν απόψεις αντίθετες
με τις επικρατούσες μοιάζουν «εξαφανισμένοι» από τον λόγο της συνέλευσης, όπως
αυτός καταγράφεται σε προκηρύξεις, αφίσες, πανό.
Η
άλλη όψη της ομοφωνίας ήταν η εντελώς αντίστροφη κατάσταση σε κάποιες
σποραδικές περιπτώσεις. Όταν δεν καταφέρναμε να ομοφωνήσουμε δεν μπορούσαμε να
προχωρήσουμε σε κάποια δράση ακόμα κι αν υπήρχε η συγκατάθεση των περισσότερων.
Έτσι σήμερα είναι σαφές σε όσους έχουμε απομείνει στην Α(λ)ΣΕΑ πως κάποιες
φορές στις ανοιχτές διαδικασίες πρέπει να καταφεύγουμε σε ψηφοφορία, α φ ο ύ
έχουμε εξαντλήσει το διάλογο. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να δίνεται
αρκετός χρόνος για ζύμωση, ώστε να μην κλείνουν τα ζητήματα με επιφανειακές
τοποθετήσεις. Να σηκώνονται τα χέρια, όταν φτάνουμε σε αδιέξοδο, περισσότερο
για την καταγραφή μιας τάσης, μιας κατεύθυνσης προς την οποία θα κινηθεί η
συνέλευση και θα συνδιαμορφώσει κι όχι με στόχο την καταγραφή μιας νίκης ή
ήττας αντικρουόμενων απόψεων. Η ψηφοφορία θα απέτρεπε την απραξία της
συνέλευσης και την περιστολή της δράσης της. Το μοντέλο της ομοφωνίας φάνηκε να μην δουλεύει πάντα στην περίπτωση
της λαϊκής συνέλευσης, μιας και τα υποκείμενα που συμμετείχαν σε αυτή είχαν
πολλές διαφορετικές καταβολές. Αποδείχθηκε
ότι εξουσιαστικές συμπεριφορές κρύβονταν
πίσω από την επίφαση της ομοφωνίας, οι σύντροφοι έρχονταν από πριν με έτοιμες
απόψεις και ο διάλογος δεν οδηγούσε πουθενά.
Οι
οριζόντιες αντιιεραρχικές διαδικασίες έμοιαζαν να μην είναι τόσο τέλειες όσο
παρουσιάζονταν.
Επιπλέον,
στον αντίποδα του αριστερού πόλου που συνήθιζε να «τινάζει» τις διαδικασίες
στον αέρα και να κάνει κατάχρηση του «αυθορμητισμού» και της «πρωτοβουλίας»,
προκειμένου να επιβάλλει στη συνέλευση την ατζέντα της Αριστεράς, ένα κομμάτι
του πόλου που συγκροτούσε ο αντιεξουσιαστικός χώρος έμενε στενά προσκολλημένος
στις «διαδικασίες» και στη φόρμα, ενώ αντίθετα ένα άλλο ήταν αφορμαλιστικό και
χαοτικό.
Συνολικά τα συμπεράσματα είναι πως:
Η Α(λ)ΣΕΑ είχε την εντύπωση πως αποτελούσε ένα κοινωνικό μόρφωμα και επέμενε να
παρουσιάζεται ως τέτοιο, τη στιγμή που αποτελούσε ένα λίγο-πολύ συμπαγή πυρήνα
πολιτικοποιημένων και ιδεολόγων. Πράγμα που, τελικά, απέτρεψε την κοινωνία,
που ήρθε να μας συναντήσει, από το να συσπειρωθεί γύρω μας.
Πολλά
μέλη για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν την εντύπωση πως συμμετέχουν σε λαϊκή
συνέλευση, ενώ είχαν μια εξιδανικευμένη εικόνα για την ταυτότητα της λαϊκής
συνέλευσης-κι από αυτό δεν εξαιρούνται οι γράφοντες-γράφουσες. Δεν είχαμε
συνειδητοποιήσει πως άλλο είναι μια
συνέλευση λαού κι άλλο μια συνέλευση
εξεγερμένων που έχουν συνείδηση της
ταξικής τους θέσης και αγωνίζονται ενάντια στη κοινωνική σχέση κεφάλαιο.
Πιστεύαμε πως όλοι όσοι ήταν δυσαρεστημένοι είχαν ήδη φτάσει στην ιδέα της …
κοινωνικής επανάστασης, ή θέλαμε, λειτουργώντας ως πρωτοπορία να «τους»
φτάσουμε εμείς με ένα άλμα εκεί(!), αδιαφορώντας για την ύπαρξη επιμέρους συμφερόντων
–πολιτικών ή υλικών– που μπορεί να συνυπήρχαν εν παραλλήλω μέσα στην Α(λ)ΣΕΑ.
Ένα γενικό συμπέρασμα που αποτελεί κοινό τόπο όσων μείναμε μέχρι
τώρα στη συνέλευση είναι ότι από την αρχή της δημιουργίας της η Α(λ)ΣΕΑ
κινούνταν με τέτοιο τρόπο ώστε να
αυτοαναιρείται ως Λαΐκή Συνέλευση. Πέρα από το ότι άλλαζε συνεχώς η σύνθεσή
της, όσον αφορά τους συμμετέχοντες σε αυτή, άλλαζαν παράλληλα και οι αντιλήψεις
των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτή και ενόσω συμμετείχαν σε αυτή. Από
την πρώτη στιγμή της λειτουργίας της και μέχρι κάποιο διάστημα πριν την
αυτοδιάλυσή της τα πολιτικοποιημένα μέλη
της ή όσα πολιτικοποιούνταν στην πορεία επέμεναν να παρουσιάζονται ως
«κάτοικοι» και να διαχωρίζουν την
πολιτική τους ταυτότητα στα πλαίσια των διαδικασιών της «λαϊκής» συνέλευσης.
Έτσι, δεν αποτελούσαμε έναν αυθεντικό
σχηματισμό σε αντιστοιχία με αυτό που πραγματικά ήμαστε, κάτι που ήταν
ιδιαιτέρως προβληματικό και για τους αγώνες που δίναμε, αλλά και για την εικόνα
που αντανακλούσαμε προς τα έξω. Η
πρακτική μας αυτή- συνειδητοποιήσαμε
μετά από αγώνες ενός χρόνου περίπου - ήταν αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης
ιδεολογικοποίησης. Μερικοί από εμάς δεν είχαν τότε ακόμη συλλάβει πόσο θολή
είναι η ταυτότητα του «κατοίκου», ο οποίος ως τέτοιος δεν μπορεί να αποτελεί
καν πολιτικό υποκείμενο. Σήμερα πια μας είναι ξεκάθαρο πως μια συνέλευση
κατοίκων το περισσότερο που μπορεί να φτάσει είναι να αποτελεί ένα εναλλακτικό
δημοτικό συμβούλιο. .
ΑΣΕΑ , Μάης 2014